- πατέομαι
- Α1. γεύομαι μια τροφή ή ένα ποτό («νέκταρ ἐπάσαντο», Ησίοδ.)2. λαμβάνω λίγη τροφή και λίγο ποτό, «τσιμπώ» («δείπνου πασσάμενος», Ομ. Οδ.)3. τρώγω («πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται σε αρχαία ΙΕ ρίζα *pā-t- / / *pә-t- «βόσκω, τρέφω» με υστερογενές ονοματικό επίθημα -t- (πρβλ. δατέομαι) και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. ka-vat-ōt «χορτασμένος», fatunga «τροφή», γοτθ. fodjan «τρέφω» (πρβλ. αγγλ. food) και το λατ. pāsco «βόσκω, τρέφω» χωρίς οδοντικό σύμφωνο].
Dictionary of Greek. 2013.